Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Διαμεσολάβηση ή αντιδικία; Μήπως είναι ευκαιρία να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε;

Γράφει ο Νεκτάριος Φαρμάκης*

Στην Ελλάδα του 2013, οι εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις ξεπερνούν τις 500.000. Αυτή η πραγματικότητα μας αφορά όλους, αφού τα αποτελέσματά της βιώνουμε όλοι ανεξαιρέτως. Χρόνος και χρήμα είναι τα πρώτα πράγματα που απαιτούνται όταν κάποιος σκεφθεί την δικαστική οδό σαν τρόπο επίλυσης μιας διαφοράς. Στην εποχή μας ούτε το ένα ούτε το άλλο «περισσεύουν». Ωστόσο, μια σύγχρονη έννομη τάξη οφείλει να προσφέρει στους πολίτες περισσότερους από έναν τρόπους επίλυσης των διαφορών τους και να παρέχει την δυνατότητα επιλογής του  πιο πρόσφορου. 

Ο Έλληνας Νομοθέτης, «αφουγκραζόμενος» την παραπάνω ανάγκη αλλά και θέλοντας να εναρμονίσει την ελληνική Νομοθεσία με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2008/52/ΕΚ, εισήγαγε στην ελληνική έννομη τάξη τον θεσμό της διαμεσολάβησης. Η Διαμεσολάβηση εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν. 3898/2010 και αποτελεί μια δοκιμασμένη διεθνώς εναλλακτική μέθοδο επίλυσης διαφορών που δεν καταργεί φυσικά το ισχύον σύστημα απονομής δικαιοσύνης αλλά λειτουργεί συμπληρωματικά σ’ αυτό συμβάλλοντας στην εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης μέσω της επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών μέσα σε πλαίσιο συνεννόησης και με βάση τα συμφέροντα κάθε μέρους που την επιλέγει, καλύπτοντας έτσι τα αδύνατα σημεία της κατ’ αντιδικία επίλυσης των διαφορών.



Η Διαμεσολάβηση είναι μία διαδικασία επίλυσης διαφωνιών, στις οποίες ένα ανεξάρτητο τρίτο πρόσωπο (διαμεσολαβητής) βοηθά τα διαφωνούντα μέρη στην επίτευξη μίας αμοιβαία ικανοποιητικής λύσης. Είναι μία εκούσια, άκρως εμπιστευτική διαδικασία, η οποία δεν δεσμεύει κανένα μέρος καθ’ όλη τη διάρκειά της. Αντιθέτως, τα διαφωνούντα μέρη επιλέγουν εκουσίως, με την συνδρομή του ειδικά διαπιστευμένου διαμεσολαβητή, την λύση που φαντάζει πιο ικανοποιητική και για τους δύο, λύση η οποία αυτομάτως καθίσταται κοινά αποδεκτή. Ο Διαμεσολαβητής δεν είναι ούτε Δικαστής ούτε Διαιτητής. Δεν αποφασίζει για την λύση. Μέσω της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων και μέσα από μια διαδικασία που εγγυάται την εχεμύθεια και την αμεροληψία βοηθά τα μέρη να καταλήξουν σε ένα κοινό τόπο με βάση τις ανάγκες και των δύο. Στο σημείο αυτό ακριβώς έγκειται και η βαρύτητα της ειδικής κατάρτισής του στις τεχνικές των διαπραγματεύσεων. 

Λόγω του θεσμοθετημένου χαρακτήρα της διαδικασίας, μια Διαμεσολάβηση μπορεί να ολοκληρωθεί σε μία ημέρα ή και λιγότερο. Η διαδικασία αρχίζει με κοινή συνεδρίαση των μερών και των δικηγόρων τους και δύναται κατά την πρόοδο του διαλόγου και της επικοινωνίας να υπάρξει και μία σειρά ιδιωτικών εμπιστευτικών συνεδριάσεων. Αν ολοκληρωθεί επιτυχώς η Διαμεσολάβηση, η συμφωνία των μερών αποτυπώνεται σε ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο όταν κατατεθεί στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου αποτελεί εκτελεστό τίτλο.

Τα πλεονεκτήματα της διαδικασίας διαμεσολάβησης είναι πολλά και έχουν ειδικό βάρος ειδικά στην εποχή που ζούμε. Το χαμηλό κόστος και η ταχύτητα στην επίλυση της διαφοράς είναι τα πρώτα και εμφανή πλεονεκτήματα. Το γεγονός ότι η όλη διαδικασία καλύπτεται από πλήρη εμπιστευτικότητα κατά τις διαπραγματεύσεις, εγγυάται το αίσθημα ασφάλειας των μερών. Παράλληλα, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζει κανείς ότι το αποτέλεσμα μιας δικαστικής διαμάχης, εκτός από αμφίρροπο, σημαίνει ότι στο τέλος της διαδικασίας κάποιος είναι ο νικητής και κάποιος άλλος ο χαμένος. Στην διαδικασία της διαμεσολάβησης, δεν υπάρχει νικητής και χαμένος. Αντίθετα υπάρχει κοινός τόπος, βασισμένος στα συμφέροντα και τις πραγματικές ανάγκες των μερών και όχι απλά στα δικαιώματά τους όπως στην κατ’ αντιδικία επίλυσης της τυχόν διαφοράς τους. Τέλος, θα πρέπει να παραγνωρίσει κανείς την αξία του να αποφασίζει μόνος για την επίλυση ενός προβλήματος, όπως συμβαίνει κατά την διαδικασία της διαμεσολάβησης, σε αντιδιαστολή με την διαδικασία ενώπιον της δικαιοσύνης , όπου τα μέρη απεμπολούν την δυνατότητα αυτή και επαφίενται στην κρίση τρίτου προσώπου, δηλαδή του Δικαστή.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι η Διαμεσολάβηση εφαρμόζεται σε όλες τις ιδιωτικές διαφορές (οικογενειακές, κληρονομικές, μισθωτικές, εμπορικές διαφορές), που μπορούν να λυθούν συμβιβαστικά ενώ δεν τυγχάνει εφαρμογής κατά την ελληνική Νομοθεσία στις διοικητικές και φορολογικές διαφορές ή σε θέματα που άπτονται της ποινικής Δικαιοσύνης.
Καθίσταται λοιπόν σαφές, συνέπεια όλων των ανωτέρω, ότι ο θεσμός της Διαμεσολάβησης εισήχθη στην ελληνική Νομοθεσία για να διευκολύνει τους πολίτες στην διαδικασία επίλυσης των διαφορών τους. Αυτό που μένει να αποδειχθεί είναι το εάν είμαστε έτοιμοι σαν λαός, να αποδεχθούμε την αλλαγή αυτή. Εάν δηλαδή είμαστε έτοιμοι να αποφασίζουμε εμείς για εμάς, γρήγορα, με λιγότερο κόστος και μικρότερη ταλαιπωρία, οικονομική και ψυχική. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε εξάλλου, ότι αυτό θα είναι προς το συμφέρον όλων μας. 
Τέλος, ο ρόλος των Δικηγόρων στην εμπέδωση αυτού του θεσμού θα είναι καταλυτικός. Αν όλοι οι Δικηγόροι υποστηρίξουν το θεσμό και διαγνώσουν την υπαρκτή δυνατότητα επίλυσης μιας διαφοράς εκτός των δικαστικών αιθουσών, τότε κερδισμένη θα είναι αφενός μεν η κοινωνία, αφετέρου δε και οι ίδιοι σαν επαγγελματίες. Εξίσου όμως, θα πρέπει να στηριχθεί ο θεσμός από τους ιδιώτες, οι οποίοι θα πρέπει να εκλάβουν το νέο αυτό θεσμό σαν ευκαιρία που θα οδηγήσει τις όποιες διαφορές τους σε επίλυση με λιγότερο κόπο, σε λιγότερο χρόνο και με σαφώς λιγότερα χρήματα. 
******
*Ο Νεκτάριος Αθ. Φαρμάκης είναι Δικηγόρος, Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με εκπαίδευση και πιστοποίηση  από το ADR Group (UK) σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Κατάρτισης Διαμεσολαβητών Θεσσαλονίκης (2013).